- πολυφρόντιστος
- πολυ-φρόντιστος, ον,A thoughtful,
Θάλης AP7.84
; very anxious, Sch. S.Tr.109, Suid.s.v. πολυκηδέος. Adv.-τως IG22.1042b21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Θάλης AP7.84
; very anxious, Sch. S.Tr.109, Suid.s.v. πολυκηδέος. Adv.-τως IG22.1042b21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφρόντιστος — ον, Α 1. αυτός που ερευνά κάτι με πολλή επιμέλεια και προσοχή, πολύ προσεκτικός, στοχαστικός 2. ο γεμάτος φροντίδες. επίρρ... πολυφροντίστως κατά τρόπο πολυφρόντιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φρόντιστος (< φροντίζω), πρβλ. α φρόντιστος] … Dictionary of Greek
πολυφροντίστω — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφροντίστως — πολυφρόντιστος thoughtful adverbial πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφροντίστοις — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφροντίστου — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφροντίστῳ — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)